ορυμαγδός

ορυμαγδός
ο (Α ὀρυμαγδός)
(ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. θόρυβος που προκαλείται από δέσμη ξύλων τα οποία ρίχνονται καταγής («ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης», Ομ. Οδ.)
2. ο θορυβώδης ήχος χειμάρρου που χύνεται από βουνό ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας
3. μτφ. όγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. με επίθημα -δος (πρβλ. άραδος, κέλαδος, χρόμαδος). Το θ. αλλά και η σημ. τής λέξης οδηγούν στη σύνδεση της με την οικογένεια τών ἐρεύγομαι* (II) «μουγκρίζω, βρυχώμαι» και ὠρύομαι*. Η σύνδεση αυτή φαίνεται πιο καθαρά στον παράλληλο αθέματο τ. ὀρυγμάδες
θόρυβοι (πιθ. < *ὀρυγ-μός, πρβλ. ερύγμηλος). Ο τ. ὀρυμαγδός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. *ὀρυγ-αδμός (< *ὀρυγ-άζω < θ. ὀρυγ-, με προθεματικό φωνήεν ο- αντί τών ε- και ω- τών ἐρεύγομαι και ὠρύομαι) με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ' επίδραση τών ονομάτων σε -δος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρυμαγδός — loud noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδοῦ — ὀρυμαγδός loud noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδούς — ὀρυμαγδός loud noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδῶν — ὀρυμαγδός loud noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδῷ — ὀρυμαγδός loud noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδόν — ὀρυμαγδός loud noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορυγμαδός — ὀρυγμαδός, ὁ (Α) ισχυρός κρότος, ορυμαγδός («ὀρυγμαδός ψόφος, κτύπος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὀρυμαγδός*] …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • ορυγμάδες — ὀρυγμάδες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορυμαγδός] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”